Για πολλούς σχολιαστές, ο Ληρ αποτελεί το κορυφαίο δημιούργημα του Σαίξπηρ. Κι ωστόσο, η «υπόθεση» του Ληρ δεν είναι παρά ένα παραμύθι, και μάλιστα απλοϊκό όσο και κοινότυπο: ένας γερο-βασιλιάς που μοιράζει το βασίλειό του στις κόρες του – δύο κόρες υποκρίτριες κι αχάριστες, μια τρίτη έντιμη, ειλικρινής και…αποκληρωμένη – οι καλοί απ’ τη μια πλευρά, οι κακοί απ’ την άλλη(σε γεωμμετρική συμμετρία περίπου) – οι κακοί που βυσσοδομούν, οι καλλοί που υποφέρουν – οι κακοί που πληρώνουν για τα εγκλήματά τους – οι καλοί…Μονάχα το τέλος του έργου (ο θάνατος του Ληρ και της Κορντέλιας) ξεφεύγει απ’ το παραμυθένιο σχήμα του «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα».
Γιατί ο Σαίξπηρ πήρε για θέμα του ένα τόσο σχηματικό παραμύθι; Η επιλογή, φυσικά, έγινε σκόπιμα: ο Ληρ δεν είναι μια «ιστορία», ένα «ρεαλιστικό δράμα», αλλά μια «αλληγορία», μια «ηθικολογία» (moralite) χωρίς ηθικολογίες, που – ακριβώς για να δείξει πόσο παγκόσμια είναι- ντύνεται το σχήμα ενός παμπάλαιου μύθου.
Ο Ληρ δεν είναι ένας βασιλιάς της προχριστιανικής Αγγλίας, είναι Ο Βασιλιάς. Τα λάθη του δεν είναι λάθη ενός ιστορικού προσώπου, είναι τα λάθη κάθε ανθρώπου που τυφλώνεται από την εξουσία. Το μέγα πάθος και μαρτύριό του δεν είναι ο Γολγοθάς ενός γέρου που πάσχει απ’ την αχαριστία των παιδιών του, είναι το Καθαρτήριο του ανθρώπου που ανακαλύπτει τις θεμελειώδεις και τρομερές αλήθειες της ζωής και του κόσμου – αλήθειες που η δύναμη, η εξουσία του τις έκρυβαν πίσω από ένα πέπλο αυταπάτης και φαντασίωσης.
Η αλληγορική φύση του παραμυθιού δεν εμποδίζει τον Σαίξπηρ να είναι απόλυτα «ρεαλιστής» στην ανάλυση των ανθρώπων και της κοινωνίας. Το αντίθετο μάλιστα. Η εικόνα της ανθρώπινης σκληρότητας, της κοινωνικής ζούγκλας, της απάτης και της αυταπάτης του «μεγαλείου», της τυραννικής εξουσίας, της άδικης δικαιοσύνης, η απεικόνιση της δυστυχίας και της οδύνης που τούτα όλα προκαλούν, είναι στον Ληρ πιο άγρια και πιο τρομερή παρά ποτέ. Ο Ληρ είναι το μεγάλο δραματικό ποίημα, όπου ο άνθρωπος βρίσκεται ενώπιος ενωπίω με την αλήθεια, αφού έχει πρώτα διασχίσει όλον τον ανήφορο του Πόνου, του πόνου που τον έχουν προκαλέσει τόσο οι δικές του αφροσύνες όσο και η κοινωνική βαρβαρότητα, όπου κι αυτός έχει άφθονα συμβάλει.
Από την αρχή κι όλας της τραγωδίας, ο Σαίξπηρ σηκώνει την αυλαία πάνω σ’ έναν ταραγμένο κόσμο, σε μιαν εξαρθρωμένη κοινωνία. Ο Κόμης του Γκλόστερ την περιγράφει έτσι: «η αγάπη ψυχραίνεται, η φιλία διαλύεται, αδέρφια χωρίζουν. Ανταρσίες στις πόλεις, τσακωμοί στα χωράφια, προδοσίες στα παλάτια…αλλόκοτα πράματα!»
Τα λόγια του είναι ταυτόχρονα η περιγραφή μιας ιστορικής εποχής, αλλά, προπάντων, μιας διαχρονικής κατάστασης: ιστορικής επειδή καθρευτίζει την ατμόσφαιρα της Αγγλίας την εποχή του Σαίξπηρ (Ιάκωβος Ά και «Συνωμοσία της πυρίτιδας»). Και διαχρονικής επειδή εικονίζει τον κόσμο γενικά και το δράμα που θ’ ακολουθήσει. Έτσι, τα λόγια του Γκλόστερ παίρνουν διαστάσεις προφητείας για συμφορές που θύμα τους θα γίνει κι ο ίδιος, χωρίς ακόμα να το υποψιάζεται. Αυτή η προφητεία αποτελεί μιαν απ’ τις πρώτες άγριες ειρωνείες του Σαίξπηρ στο έργο τούτο, που βρίθει από τραγική ειρωνεία. Ο άνθρωπός που «οδύρεται» γι αυτές τις κοινωνικές αναστατώσεις – ο Γκλόστερ- είναι ένας απ’ τους εκπροσώπους της «παλιάς φεουδαρχικής τάξης», της κυρίαρχης τάξης, που είναι υπεύθυνη για τη διαμόρφωση της κοινωνίας, ένας πανίσχυρος «ευγενής», ενοχλημένος απ’ τις κοινωνικές αναστατώσεις που απειλούν τα προνόμιά του και τη μακαριότητά του, ένας άνθρωπος που δε θ’ αργήσει να γνωρίσει την πιο φοβερή αθλιότητα – την αθλιότητα που είχε, ως τότε ολότελα αγνοήσει. «Ό,τι καλό είχαμε να δούμε, το είδαμε», λέει ο άρχοντας αυτός που, σε λίγο δε θα βλέπει πια καθόλου, κυριολεκτικά.
Στο βασίλειο του Ληρ δυο τάσεις, δυο παρατάξεις αλληλομάχονται: η παλιά φεουδαρχική τάξη (Ληρ, Γκλόστερ, Κεντ, Δούκας του Όλμπανυ) κι απ’ την άλλη, οι εκπρόσωποι μιας καινούργιας τάαξης, οι ατομικιστές (Γκόνεριλ, Ρήγκαν, ο νόθος Έντμοντ, ο Δούκας της Κορνουάλης).
Τούτοι οι τελευταίοι έχουν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανερχόμενης αστικής τάξης. Τη σύγκρουση των δυο αυτών κόσμων εκφράζει ο τρόπος που ο καθένας τους χρησιμοποιεί και ερμηνεύει τη λέξη φύση: για την παλιά φεουδαρχική τάξη η φύση ήταν ένα αρμονικό σύνολο, όπου τα πάντα – το Σύμπαν, η κοινωνία, ο άνθρωπος- υπακούνε σε μια τάξη και μιαν ιεραρχία, ρυθμισμένες από μια δίκαιη και παντοδύναμη Θεία Πρόνοια. Αντίθετα για τους εκπροσώπους της «καινούργιας τάξης» φύση σημαίνει ένστικτα, δύναμη, δικαίωμα του πιο δυνατού, του πιο πανούργου, του πιο αδίστακτου. Αυτό εννοεί ο Έντμοντ, ο νόθος γιος του Γκλόστερ, όταν λέει: «Εσύ, φύση είσαι θεά μου! Εσένα μονάχα υπακούουν τα έργα μου…» Η διάκριση αυτή ανάμεσα σε παλιούς και καινούργιους δεν είναι αβάσιμη. Ωστόσο, αν προχωρήσουμε πέρα απ’ τα φαινόμενα και πέρα απ’ τις δηλώσεις, τα δύο αυτά στρατόπεδα δε διαφέρουν διόλου. Είτε βλέπουν τη φύση σαν «θεία αρμονία» είτε τη θεωρούν «έκφραση ζωωδών ενστίκτων», στο βάθος κι εκείνοι κι ετούτοι, είναι το ίδιο εγωιστές, άπληστοι, σκληροί, ανελέητοι, τυραννικοί.
Ο ίδιος ο Ληρ είναι ο Κυβερνών, ο Κυρίαρχος, ο Αφέντης, στην απόλυτη μορφή του: τύραννος, εγωπαθής, φαντασμένος, πεισματάρης, σίγουρος για το «μεγαλείο» του, την «παντοδυναμία» του και την «παντογνωσία» του. Νομίζει πως είναι Θεός σχεδόν, πως κατέχει όλη τη δύναμη κι όλη τη γνώση και πως μπορεί να κουμαντάρει όπως του αρέσει τους ανθρώπους και τα αισθήματά τους. Γι’ αυτό και οργανώνει τη «δοκιμασία της αγάπης» των θυγατέρων του, το περιβόητο «love test», αρχή αρχή του έργου. Για τον Ληρ, που είχε πάντα αδυναμία στην κολακεία, για τον Ληρ, που πάντα του λέγαν πως είναι το παν, αυτή η επίσημη δήλωση αγάπης που αξιώνει από τις κόρες του δεν είναι παρά η απώτατη έκφραση του εγωισμού του και της απολυταρχίας του: η τύχη του βασιλείου του και των υπηκόων του, κρέμεται απ’ την αγάπη (σωστότερα, από τις εκφράσεις αγάπης) που οι τρεις κληρονόμες του θα επιδαψιλεύσουν στο πρόσωπό του. Τίποτ’ άλλο δεν έχει σημασία. Αυτός ο γέρος «ισόθεος» (κατά την πεποίθησή του) λατρεύει το λιβανωτό όπως οι θεοί. Κι η απόφασή του να μοιράσει το βασίλειό και να κρατήσει μονάχα το βασιλικό τίτλο, δεν είναι παρά η πολιτική έκφραση του εγωισμού του. Στην αντίληψή του είναι τόσο «απόλυτα βασιλιάς», που κι όταν πάψει να βασιλεύει πραγματικά, θα εξακολουθεί να κρατάει το βασιλικό φωτοστέφανο και το βασιλικό βούρδουλα.
Ο Κεντ, ο πιστός του σύμβουλος, εξεγείρεται βλέποντας τον Ληρ ν’ αποκληρώνει την Κορντέλια, βλέποντας «το μεγαλείο» να ξεπέφτει στη μωρία. Ο Τρελός, που θα γίνει σύντροφος στη δυστυχία του, θα του πει κατά πρόσωπο:
ΛΗΡ Με λες τρελό, αγόρι μου;
ΤΡΕΛΟΣ Εμ, όλους τους άλλους τίτλους σου τους χάρισες. Αυτός είναι ο μόνος που σου απόμεινε. Τον είχες φαίνεται εκ γεννετής.
Και λίγο αργότερα «Δεν έπρεπε να γεράσεις προτού να φρονιμέψεις»
Κι ο ίδιος ο Ληρ, «στην ώρα της αλήθειας του», θα πει, στον Τρελό πάλι, που τον ρωτάει:
ΤΡΕΛΟΣ Πες μου, σε παρακαλώ, θείε μου: ο μουρλός είναι αστός ή αριστοκράτης;
ΛΗΡ Βασιλιάς! Βασιλιάς!
Διόλου περίεργο, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος αυτός έχει άγνοια ή, ακόμα χειρότερα, στρεβλή γνώση των ανθρώπων και του κόσμου –όπως, άλλωστε, έχει ψεύτικη συνείδηση του ίδιου του εαυτού του. Εμπιστεύεται στα απατηλά φαινόμενα, στις κολακευτικές εκδηλώσεις και κάνει το πελώριο λάθος να νομίσει πως θα μπορούσε να διατηρήσει τα λαμπερά στολίδια του εξουσιαστή, αφήνοντας σ’ άλλους τη δύναμη και τα μέσα της εξουσίας. «Αχ, θείε μου, δεν είχε και πολύ μυαλό η καραφλή σου η κορόνα, όταν χάριζες τη χρυσή!» τον σαρκάζει ο Τρελός.
Αυτός ο Τρελός είναι ο πιο ολοκληρωμένος και φιλοσοφημένος απ’ τους σαιξπηρικούς «τρελούς». Ενσαρκώνει τη λαϊκή σοφία και θυμοσοφία που έλειπαν ολότελα από τον Ληρ, τον ρεαλισμό για τ’ ανθρώπινα που ο βασιλιάς αγνοούσε ολοκληρωτικά. Αντίθετα με τον Ληρ, που έζησε μέσα στην αυταπάτη και το ψέμα, ο Τρελός αγνοεί τα ψέματα: « Σε παρακαλώ, πάρε μου ένα δάσκαλο να με μάθει να λέω ψέματα», λέει στον βασιλιά, μόλο που ξέρει πόσο δύσκολη είναι η γλώσσα της αλήθειας. Αυτή τη γλώσσα χρησιμοποιεί αδίστακτα κι αδιάκοπα στον «αφέντη» του. Αλλά δεν είναι ένας απλός σαρκαστής: έχει, όσο κανένας άλλος «σαιξπηρικός τρελός», ανθρωπιά και συμπόνια. Προστατεύει και παρηγορεί τον Ληρ, τις πιο φοβερές ώρες του παραδαρμού του με τα στοιχειά της φύσης και τα μέσα του στοιχειά. Είναι ένας μετέχων Χορός, μια στοργική Κασσάνδρα.
Πολύ δίκαια είπαν πως ο Ληρ έχει «τεράστια ψυχή και παιδικό μυαλό», πως είναι «στο πνεύμα παιδί, σε πάθος τιτάνα». Αυτό το πάθος, η οργή, η εξέγερση, η απόγνωση, οι απειλές, οι κατάρες (που ξεχύνονται σαν κεραυνοί από μέσα του μετά την πτώση του) βρίσκονται σε απόλυτη συνάρτηση με το χαρακτήρα του και με την ιδέα που είχε σχηματίσει για την «ελέω Θεού» βασιλική εξουσία του. Αυτές όμως οι «τιτάνιες κατάρες» του, αποτελούν μιαν άλλη δραματική ειρωνεία του Σαίξπηρ: ο βασιλιάς που νόμιζε πως είναι παντοδύναμος, ο βασιλιάς που «όπου κι αν ρίξει το μάτι του, τρέμουν οι υποίκοοί του», δεν μπορεί τώρα ν’ αμυνθεί, να εκδικηθεί, να τιμωρήσει αυτούς που τον ταπείνωσαν, παρά μόνο με λόγια! Αν οι απειλές κι οι κατάρες του είναι γιγάντιες, άλλη τόση είναι και η αδυναμία του. Κι η φύση, ο ουρανός, οι θεοί, τα στοιχεία μένουν κουφά κι αναίσθητα στις επικλήσεις του. Χειρότερα ακόμα – και ειρωνεία σκληρότερη: την ώρα ίσα ίσα που ο Ληρ ζητάει τη βοήθειά τους, εξαπολύουν καταπάνω του όλη τους τη μανία, σαν να θάλουν να του δείξουν την ασημαντότητά του και να σαρκάσουν την αλαζονεία του. Οι σκηνές της τρέλας και της θύελλας (θύελλας της φύσης, αλλά και κοινωνικής, και ψυχολογικής) είναι το μέγα Καθαρτήριο αυτού του ανθρώπου, που η εξουσία τον είχε αλλοτριώσει από τ’ ανθρώπινα στοιχεία του. Λίγο νωρίτερα, στην πρώτη επαφή με την πραγματικότητα, ο Ληρ είχε για πρώτη φορά θέσει στον εαυτό του το καίριο ερώτημα:
ΛΗΡ Δεν μπορεί να είμαι εγώ ο Ληρ! Έτσι περπατάει; Έτσι μιλάει ο Ληρ… Μπορεί κάποιος να μου πει ποιος είμαι;
Αυτός, που σ’ όλη του τη ζωή, δεν είχε κατορθώσει να γνωρίσει τον εαυτό του, θ’ ανακαλύψει τώρα πως δεν είναι παρά «η σκιά του Ληρ», καθώς του λέει ο Τρελός. Κι ύστερα απ’ τους θρήνους και τους οικτιρμούς για τον εαυτό του, γνωρίζει για πρώτη φορά ένα συναίσθημα για το οποίο ήταν ως τότε ανίκανος: τον οίκτο, τη συμπόνια για τους άλλους. Η «μύησή» του στο πρωτόγνωρο αυτό συναίσθημα γίνεται κι αυτή κλιμακωτά: αρχίζει όταν ο Ληρ συμπονά το σύντροφο της δυστυχίας του, τον Τρελό: «Τρελέ, φτωχομπαγάσα μου, για σένα τώρα ματώνει ένα κομμάτι της καρδιάς μου…» για να φτάσει, τελικά, στην αληθινή συμπόνια: στην επίγνωση και κατανόηση της ανθρώπινης δυστυχίας, στην αλληλεγγύη με τους ταπεινούς και καταφρονεμένους: « Φτωχά, δυστυχισμένα πλάσματα, όπου κι αν είστε, πώς άραγε τα κουρέλια σας θα σας φυλάξουν τούτη την άκαρδη νυχτιά; Πώς δε σας πρόσεξα ποτέ; Πού ζούσα εγώ τόσα χρόνια;»
Είναι η στιγμή που ο παθιασμένος άλλοτε για «μεγαλεία» και «μεγαλοπρέπειες», αποκτά αληθινό μεγαλείο. Ο άλλοτε εξουσιαστής ανθρώπων ενώνεται τώρα με την ανθρωπότητα. Το κούφιο βασιλικό του μεγαλείο έρχεται να το αντικαταστήσει μεγαλείο ανθρώπινο. Κι όταν, λίγο αργότερα, ξεσκίζει τα ρούχα του, αυτή η «τρελή» χειρονομία του γίνεται πράξη υψηλού συμβολισμού. Γιατί έτσι ο Ληρ απογυμνώνεται όχι μόνο από τις τελευταίες του αυταπάτες, αλλά κι από κάθε ματαιοδοξία, κάθε «μεγαλειότητα», κάθε πλαστή «μεγαλοσύνη». Θέλει να είναι κι αυτός, ίδιος με τον κουρελιάρη Έντγκαρ. Ο άνθρωπος που οι πορφύρες, τα χρυσάφια και τα στέμματα, είχαν πνίξει μέσα του την ανθρώπινη ουσία του, βλέπει τώρα πως ο άνθρωπος δεν είναι παρά «ένα γυμνό, δίποδο ζώο», που το μόνο του γνήσιο στολίδι, η μόνη του δύναμη κι ο μόνος θυσαυρός του είν’ η ψυχή του και το πνεύμα του- αν υπάρχουν κι αν σωστά υπάρχουν. Κι αυτός ο βασιλιάς - που ήταν το αποκορύφωμα και το σύμβολο των «κρατούντων και των κυρίαρχων»- ορθώνεται εναντίον της ίδιας της τάξης του και παίρνει το μέρος των απόκληρων και των κακόμοιρων, την ώρα που μιλά με τον τυφλό πια Γκλόστερ:
«Ένας άνθρωπος μπορεί να δει που πάει ο κόσμος και χωρίς μάτια. Δες με τ’ αυτιά σου. Δες ο δικαστής πως βρίζει το κλεφτρόνι. Άκου τώρα: αν τους αλλάξεις θέση δεν ξέρεις ποιος είναι ο κλέφτης και ποιος ο δικαστής. Έχεις δει ποτέ σκύλο να γαυγίζει ζητιάνο; Να τρέχει ο φουκαράς κι ο σκύλος από πίσω να τον κυνηγάει; Ε, τότε είδες καθαρά τι σημαίνει εξουσία. Την εξουσία όλοι την υπακούουν, ακόμα και του σκύλου. Από σκισμένα κουρέλια ξεπροβάλλουν μικρές αμαρτίες. Τα μεγάλα εγκλήματα κρύβονται πίσω από γούνες και χρυσούς μανδύες. Βάλε γυάλινα μάτια και σαν πολιτικός της δεκάρας καμώσου πως βλέπεις όλα όσα δεν βλέπεις…»
Έτσι, σ’ αυτήν την τρομερή κοσμογονική νύχτα, όπου ένας «επαγγελματίας» Τρελός, ένας τρελός από απελπισία κι ένας τρελός από ανάγκη σέρνονται μέσα στη θυελλοδαρμένη ερημιά, μια νύχτα όπου ο Γκλόστερ με πόνο διαπιστώνει: «Είναι η αρρώστια των καιρών μας: οι τρελοί οδηγούν τους τυφλούς!...»- όλη η τάξη ανατρέπεται κι ο κόσμος, απογυμνωμένος, δείχνει αυτό που είναι: «μια μεγάλη των τρελών σκηνή…», καθώς λέει ο Ληρ. Ένας βασιλιάς (Ληρ) γίνεται περιπλανόμενος τρελός, ένας μελλοντικός βασιλιάς (Έντγκαρ) υποκρίνεται τον τρελό, ένας χαροκόπος αυλικός (Γκλόστερ) περιπλανιέται τυφλός, ένας άλλος αυλικός (Κεντ) παίζει ρόλο υπηρέτη.
Οι ταπεινοί μεγαλύνονται, οι «τρελοί» λογικεύονται πολύ περισσότερο από τους «εχέφρονες». Οι διακρίσεις των τάξεων σαρώνονται, η λογική αυτοαναιρείται, η εξουσία και το «μεγαλείο» γκρεμίζονται. Δε μένουν παρά μερικοί «κακόμοιροι» άνθρωποι, γυμνοί μέσα στη δυστυχία τους, που μόνο τους όπλο έχουν την άρνηση αυτού του απάνθρωπου κόσμου, όπου ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο. Η ανατροπή της τάξης κι η ειρωνεία είναι τέτοιες, που ο Ληρ δε βρίσκει τη λογική του παρά μέσα στην τρέλα κι ο Γκλόστερ δε βρίσκει την όρασή του παρά μέσα στην τύφλωση, ως άλλος τυφλός Οιδίποδας.
Αυτή δεν είναι η «μοίρα» - η ιστορική νομοτέλεια- των μεγάλαυχων, των αλλαζόνων, των τυράννων παρά ν’ ανακαλύπτουν πως δεν είναι τίποτα; Όπως ο Οιδίπους έχει καταντήσει «άθλιον είδωλον», έτσι κι ο Ληρ δεν είναι πια παρά ένα «κακόμοιρο γυμνό ζώο». Όπως ο Οιδίπους είναι «δεινός μεν οράν, δεινός δε κλύειν», έτσι και του Ληρ η θέα «σου σκίζει την καρδιά». Κι όπως ο σαιξπηρικός ηγεμόνας δεν είναι πια παρά «η σκιά του Ληρ»… «ένα τίποτα», έτσι κι ο σοφόκλειος όχι μόνο ήταν «Οιδίπους μια φορά, μα πια δεν είναι», αλλά «ούτε καν υπάρχει» (ουκέτ’ ειμί).
Το σπουδαιότερο και οι δυο μέσα από τις συμφορές και τους πόνους τους αναβλέπουν, συνειδητοποιούν τις ύβρεις τους και τη μηδαμινότητα του αλλοτινού «μεγαλείου» τους και, τελικά, εξαγνίζονται για όσα έπραξαν.